- ξυληρός
- ξυληρός, -ά, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλεία2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυληράτόπος αγοράς ξυλείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek